μεσευρωπαϊκός

μεσευρωπαϊκός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μεσευρώπη, δηλαδή στο πολιτικό σύστημα που σχεδιαζόταν στην κεντρική Ευρώπη στα τέλη τού 19ου και στις πρώτες δεκαετίες τού 20ού αιώνα και που αποσκοπούσε στη συνένωση τής Γερμανίας και τής Αυστρίας σε μία ισχυρή δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + εὐρωπαϊκός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”